Φέτος το Νόμπελ Ειρήνης παρέλαβαν από κοινού ο εκδότης της ρωσικής ανεξάρτητης εφημερίδας «Νόβαγια Γκαζέτα» Ντμίτρι Μουράτοφ και η επίσης δημοσιογράφος, υπέρμαχος της ελευθερίας του Τύπου Μαρία Ρέσσα από τις Φιλιππίνες. Πέντε από τους δημοσιογράφους της «Νόβαγια Γκαζέτα» έχουν δολοφονηθεί τα προηγούμενα χρόνια στη Ρωσία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Απευθυνόμενος προς τα μέλη της Σουηδικής Βασιλικής Ακαδημίας -κατά την τελετή απονομής του Νόμπελ- ο Μουράτοφ περιγράφει με θάρρος την κατάσταση στη σημερινή Ρωσία ενώ αναφέρεται και στον σημαντικό ρόλο που έχει σήμερα και διαχρονικά η δημοσιογραφία.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του Ντίτρι Μουράτοφ, όπως εκφωνήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου στο Όσλο.
Μεγαλειότατε,
Βασιλική Υψηλοτάτη,
Αξιοσέβαστα μέλη της Επιτροπής των Νόμπελ,
Αξιότιμοι επισκέπτες,
Το πρωί της 8ης Οκτωβρίου μου τηλεφώνησε η μαμά. Με ρώτησε «τι νέα;». Της λέω «να, πήραμε το Βραβείο Νόμπελ». Μου λέει «καλό είναι αυτό, αλλά, τι άλλα νέα;». Τώρα μαμά, θα στα πω όλα:
«Είμαι πεπεισμένος ότι η ελευθερία πεποιθήσεων μαζί με άλλες κοινωνικές ελευθερίες αποτελούν τη βάση της προόδου. Υπερασπίζομαι την αρχή για την καθοριστική σημασία των κοινωνικών και πολιτικών ελευθεριών στη διαμόρφωση της μοίρας των ανθρώπων. Είμαι πεπεισμένος ότι η διεθνής εμπιστοσύνη, αφοπλισμός και ασφάλεια δεν είναι δυνατές χωρίς την ανοιχτή κοινωνία, ελευθερία των πληροφοριών, των απόψεων και της ελευθερία έκφρασης. Ειρήνη – πρόοδος – ανθρώπινα δικαιώματα, αυτοί οι τρεις στόχοι είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι» – Αυτό είναι από την βράβευση με Νόμπελ του Αντρέι Σάχαροφ. Πολίτη του κόσμου, μεγάλου διανοητή. Αυτή την ομιλία, ακριβώς εδώ, σε αυτή την πόλη, την Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 1975 ανέγνωσε η γυναίκα του Ελένα Μπόννερ. Και θεώρησα απαραίτητο ώστε τα λόγια του Σάχαροφ να ακουστούν εδώ για δεύτερη φορά, σε αυτή τη διάσημη -σε όλο τον κόσμο- αίθουσα. Είναι πολύ σημαντικό για εμάς. Είναι πολύ σημαντικό για μένα.
Γιατί ο κόσμος ξε-αγάπησε τη δημοκρατία; Ο κόσμος απογοητεύτηκε από τις ηγετικές ελίτ. Ο κόσμος πλησίασε προς τη δικτατορία. Δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση ότι η πρόοδος μπορεί να επιτευχθεί με τεχνολογίες και βία. Και όχι με την τήρηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου. Τέτοια πρόοδος χωρίς ελευθερία – Τέτοιο γάλα χωρίς αγελάδα. Οι δικτατορίες διασφάλισαν για τον εαυτό τους απλοποιημένη πρόσβαση στη βία. Στη χώρα μας, και όχι μόνο στη δική μας, είναι δημοφιλής η σκέψη: «Εκείνοι οι πολιτικοί που αποφεύγουν το αίμα είναι αδύναμοι άνθρωποι. Αλλά το να απειλείς τον κόσμο με πόλεμο είναι χρέος των πραγματικών πατριωτών». Η εξουσία, δραστήρια πουλάει την ιδέα του πολέμου. Υπό την επήρεια του επιθετικού μάρκετινγκ του πολέμου οι άνθρωποι συνηθίζουν την ιδέα της επιτρεπτότητάς του. Κυβέρνηση και οι προπαγανδιστές που βρίσκονται πλησίον της φέρουν το σύνολο της ευθύνης για την μιλιταριστική ρητορική στα κρατικά τηλεοπτικά κανάλια.
Αλλά εγώ έχω δει και άλλες τηλεοράσεις. Που έδειχναν αληθινές και τρομακτικές εικόνες. Τον καιρό του πολέμου της Τσετσενίας, σε έναν από τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, στέκονταν πάνω στις ράγες πέντε βαγόνια – ψυγεία. Δίπλα τους υπήρχε 24ωρη φύλαξη. Ήταν νεκροτομεία. Κινητά νεκροτομεία του 124ου Εργαστηρίου του Υπουργείου Άμυνας. Σε αυτά τα ψυγεία φυλάσσονταν τα μη αναγνωρισμένα σώματα στρατιωτών και αξιωματικών. Πολλοί δεν είχαν ήδη πρόσωπα από τις ευθείες βολές ή τους βασανισμούς. Ο διευθυντής του Εργαστηρίου, Καπετάνιος Πρώτου Βαθμού Σερμπακόβ έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να μην μείνουν άγνωστοι στρατιώτες. Και για αυτό, σε ένα μικρό σπιτάκι, δίπλα σε αυτά τα βαγόνια, υπήρχε μια τηλεόραση. Και στα καθίσματα, σαν σε αίθουσα αναμονής, καθόντουσαν οι μητέρες και οι πατέρες των αγνοούμενων στρατιωτών. Και ο εικονολήπτης με μια βιντεοκάμερα μετέδιδε στην οθόνη μπροστά τους τη μια μετά την άλλη τις εικόνες των σωμάτων. Το ένα μετά το άλλο. 458 φορές. Τόσοι στρατιωτικοί ήταν ξαπλωμένοι τότε σε αυτά τα βαγόνια, με θερμοκρασία μείον 15. Ήταν ξαπλωμένοι στο τελευταίο τους τρένο που έκανε το δρομολόγιο «Πόλεμος – Θάνατος». Μητέρες, οι οποίες για πολλούς μήνες έψαχναν στα βουνά και τις χαράδρες της Τσετσενίας τα αγοράκια τους, βλέποντας στην οθόνη το πρόσωπο του νεκρού τους γιού φώναζαν «δεν είναι αυτός. Δεν είναι αυτός!» Αλλά ήταν αυτός. Οι σημερινοί μας ιδεολόγοι ξανά προωθούν την ιδέα του θανάτου υπέρ της πατρίδας και όχι της ζωής υπέρ της πατρίδας. Δεν θα αφήσουμε ξανά να μας εξαπατήσουν. Θα θυμηθούμε το τι έδειχνε η άλλη τηλεόραση σε εκείνο το μικρό δωμάτιο, δίπλα στο κινητό νεκροτομείο.
Οι υβριδικές πολεμικές επιχειρήσεις, η τραγική, απαράδεκτη, εγκληματική, ιστορία με το Μπόινγκ ΜΗ17, κατέστρεψαν τις σχέσεις της Ρωσίας με την Ουκρανία. Δεν ξέρω αν θα καταφέρει η επόμενη γενιά πολιτικών να τις ξαναχτίσει. Ποσό δε μάλλο, στα άρρωστα κεφάλια των γεωπολιτικών, ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας παύει να μοιάζει αδύνατος. Αλλά εγώ ξέρω ότι οι πόλεμοι τελειώνουν με την αναγνώριση των (σ.τ.μτρφ: νεκρών) στρατιωτών και την ανταλλαγή αιχμαλώτων.
Στον πόλεμο της Τσετσενίας η «Νόβαγια Γκαζέτα» και ο ανταποκριτής μας, ταγματάρχης Ισμαήλοβ, μπόρεσαν να απελευθερώσουν από την αιχμαλωσία 174 άτομα. Εάν τώρα, με τη νέα μου ιδιότητα, εγώ και η εφημερίδα, μπορέσουμε να κάνουμε κάτι για την επιστροφή ζωντανών αιχμαλώτων στα σπίτια τους, πείτε μου, είμαι έτοιμος.
Θέλω αυτή τη στιγμή να θυμηθώ άλλον έναν άνθρωπο, ο οποίος πήρε το Βραβείο (Νόμπελ) Ειρήνης στο Όσλο το 1990: Μόσχα. Κρεμλίνο. 18 Απριλίου 1988. Είναι σε εξέλιξη η συνεδρίαση του πολιτικού γραφείου (της ΕΣΣΔ). Ένας εκ των σοβιετικών υπουργών απαιτεί να μείνουν τα στρατεύματα στο Αφγανιστάν. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ τον διακόπτει απότομα: «Σταμάτα το γερακίσιο σου κράξιμο!». Το να «σταματήσει κανείς το γερακίσιο κράξιμο», σε τι δεν είναι ένα σύγχρονο πρόγραμμα για πολιτικούς και δημοσιογράφους; Να φτιάξουμε τη ζωή χωρίς κηδειόχαρτα. Είναι δύσκολο.
Στο κέντρο της Ευρώπης, στα γεγονότα στην Ανατολική Ουκρανία προστέθηκε το αιματηρό παιχνίδι του Λευκορώσου προεδρου Λουκασένκο. Οι στρατιωτικοί του σπρώχνουν με την απειλή αυτόματων όπλων πρόσφυγες από την εγγύς Ανατολή πάνω στις αλυσίδες ενόπλων που φυλάνε τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πλευρές κατηγορούν η μία την άλλη ενώ οι τρελαμένοι άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι ανάμεσα στα δύο πυρά.
Είμαστε δημοσιογράφοι. Η δουλειά μας είναι κατανοητή: Να διαχωρίζουμε το γεγονός από το ψέμμα. Η νέα γενιά των επαγγελματιών δημοσιογράφων ξέρει να διερευνά τα γεγονότα με τη βοήθεια των big data, με βοήθεια βάσεων δεδομένων. Τις ερευνήσαμε και βρήκαμε ποιανού τα αεροπλάνα φέρνουν τους πρόσφυγες στο σημείο αυτής της σύγκρουσης. Μόνο γεγονότα: Τα λευκορώσικα αεροπλάνα υπερτετραπλασίασαν τις πτήσεις στο Μινσκ από την εγγύς ανατολή φέτος το Φθινόπωρο. Κοιτάξτε, έξι πτήσεις υπήρχαν τον Αύγουστο – Νοέμβριο 2020 και 27 πτήσεις φέτος για το ίδιο διάστημα. 4.500 άτομα έφερε η λευκορώσικη εταιρεία για την πιθανή διάρρηξη των συνόρων φέτος. Και μόλις 600 τουρίστες υπήρξαν στο παρελθόν. Ακόμα 6.000 πρόσφυγες -για πρώτη φορά τέτοιος αριθμός- έφερε αεροπορική εταιρία από το Ιράκ. Με αυτό τον τρόπο, όπως διαπίστωσαν οι δημοσιογράφοι, όπως εμείς μπορέσαμε να ερευνήσουμε, οργανώνονται οι ένοπλες προβοκάτσιες και συγκρούσεις που οδηγούν στον πόλεμο. Εμείς οι δημοσιογράφοι διαλευκάναμε το πως έγινε. Εμείς κάναμε τη δουλειά μας. Έπειτα είναι δουλειά των πολιτικών. Ασχοληθείτε.
Λαός για το κράτος ή κράτος για το λαό; Είναι η βασική αντιπαράθεση σήμερα. Αυτή την αντιπαράθεση ο Στάλιν την επίλυε με μαζικές διώξεις. Αλλά η πρακτική των βασανισμών στις φυλακές και κατά τη διάρκεια της (δικαστικής) έρευνας διατηρήθηκε στη σημερινή Ρωσία. Η βάναυση αντιμετώπιση, ο βιασμός, οι φρικτές συνθήκες κράτησης, απαγόρευση ραντεβού, απαγόρευση τηλεφωνήματος στη μητέρα την ημέρα των γενεθλίων της, συνεχόμενη παράταση του χρόνου προφυλάκισης. Πριν τη δίκη στέλνουν πίσω από τα κάγκελα ανθρώπους με σοβαρές παθήσεις, με τρεις εγχειρήσεις σε ένα χρόνο. Κρατάνε ως ομήρους άρρωστα παιδιά και από αυτούς απαιτούν την παραδοχή ενοχής χωρίς την παρουσίαση αποδείξεων.
Ποινικές υποθέσεις με ψεύτικες κατηγορίες συχνά φέρουν πολιτικό χαρακτήρα. Τον αντιπολιτευόμενο πολιτικό Αλεξέι Ναβάλνι κρατάνε σε φυλακή έπειτα από ψευδή καταγγελία Ρώσου διευθυντή μεγάλης εταιρείας καλλυντικών από τη Γαλλία. Την καταγγελία ο διευθυντής την έγραψε αλλά ούτε καν κλήθηκε στο δικαστήριο και δεν θεωρεί τον εαυτό του παθόντα. Και ο Ναβάλνι μετά από την καταγγελία του είναι στη φυλακή. Η εταιρία καλλυντικών προτίμησε να κάνει στην άκρη, ελπίζοντας ότι η οσμή αυτής της υπόθεσης δεν θα βλάψει το άρωμα των προϊόντων της.
Δυστυχώς, όλο και συχνότερα ακούμε για βασανιστήρια που χρησιμοποιούνται σε καταδικασμένους και κρατούμενους. Βασανίζουν τους ανθρώπους για να τους σπάσουν. Για να αυξήσουν τη σκληρότητα της τιμωρίας, πέρα από το πλαίσιο της καταδίκης. Πρόκειται για κτηνωδία. Εγώ απευθύνομαι εδώ και τώρα με πρωτοβουλία δημιουργίας διεθνούς δικαστηρίου κατά των βασανιστηρίων, ζητούμενο του οποίου είναι να συγκεντρώνει δεδομένα για χρήση βασανιστηρίων σε διάφορα σημεία του κόσμου και κράτη. Να ταυτοποιήσει τους δήμιους και τα αφεντικά τους που εμπλέκονται σε παρόμοια εγκλήματα. Ελπίζω βέβαια πρώτα απ΄όλα στους δημοσιογράφους – ερευνητές απ’ όλο τον κόσμο. Τα βασανιστήρια πρέπει να αναγνωριστούν ως βαρύτατα εγκλήματα κατά της προσωπικότητας. Παρεμπιπτόντως, η «Νόβαγια Γκαζέτα» συνεχίζει στην ψηφιακή εποχή να βγαίνει και σε χαρτί. Προκειμένου να μπορούν να μας διαβάζουν και μέσα στις φυλακές. Στις φυλακές δεν υπάρχει διαδίκτυο.
Δύο τάσεις αντιμάχονται σήμερα στη Ρωσία: Από τη μία πλευρά ο Πρόεδρος της χώρας Βλαντίμιρ Πούτιν βοηθάει στην τοποθέτηση μνημείου για τα 100 χρόνια του ακαδημαϊκού Σάχαροφ. Από την άλλη πλευρά, επίσης στη χώρα μας, η Γενική Εισαγγελία απαιτεί την κατάργηση της διεθνούς κοινότητας Memorial. Το Memorial ασχολείται με την επανόρθωση θυμάτων των σταλινικών διώξεων. Και το κατηγορούν οι εισαγγελείς για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μήπως επειδή πρόσφατα στη χώρα μας η FSB ξαναέκανε απόρρητα τα ονόματα των σταλινικών ανακριτών και εκτελεστών. Να θυμίσω, το Memorial το ίδρυσε ο Σάχαροφ. Ίσως το μνημείο στον νεκρό Σάχαροφ είναι πιο ασφαλές από το ζωντανό και λειτουργικό του πρότζεκτ. Το Memorial δεν είναι «εχθρός του λαού». Το Memorial είναι φίλος του λαού. Το Memorial πρέπει να διατηρηθεί.
Εμείς βεβαίως καταλαβαίνουμε, αυτό το βραβείο είναι ένα βραβείο σε όλη την επαγγελματική κοινότητα των πραγματικών δημοσιογράφων. Οι συνάδελφοί μου αποκάλυπταν ξέπλυμα χρήματος, επανέφεραν στον προϋπολογισμό εκατομμύρια κλεμμένα ρούβλια, αποκάλυπταν offshores, σταματούσαν το κόψιμο δασών της Σιβηρίας. Το κράτος υποστήριξε την προσπάθεια της «Νόβαγια Γκαζέτα», του «Έχο Μοσκβί» (σ.τ.μτφρ.: ραδιοφωνικός σταθμός), του «Ντόζντ» (σ.τ.μτφρ.: τηλεοπτικό κανάλι) και άλλων ΜΜΕ για τη θεραπεία παιδιών που πάσχουν από σπάνιες ασθένειες, για τις οποίες χρειάζονται τα πιο ακριβά φάρμακα του κόσμου. Εγώ παρεμπιπτόντως, ελπίζω ότι οι εκπρόσωποι της φαρμακευτικής βιομηχανίας -από τους οποίους εξαρτώνται οι μοίρες παιδιών και νεαρών ενηλίκων με σπάνιες παθήσεις – μεταξύ των οποίων και με νωτιαία μυϊκή ατροφία, θα καθίσουν μαζί μας σε στρογγυλό τραπέζι. Ίσως να κάνουν τη διαγνωστική, το σκρίνινγκ, και τα φάρμακα πιο προσβάσιμα. Ίσως ο πλούσιος κόσμος (πλανήτης) να βρει τα χρήματα για μερικές χιλιάδες παιδιά, μέσα στα οποία ακόμα υπάρχει ζωή. Αυτό το βραβείο το δίνουμε για τη στήριξη των ασθενών και της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας.
Αλλά η δημοσιογραφία ζει σήμερα στη Ρωσία σκοτεινές ημέρες. Μέσα σε λίγους -τελευταίους- μήνες περισσότεροι από 100 δημοσιογράφοι, Μέσα Ενημέρωσης, υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ΜΚΟ έλαβαν τον χαρακτηρισμό (status) των «ξένων πρακτόρων». Στη Ρωσία αυτό σημαίνει ένα: «Εχθρός του λαού». Πολλοί συνάδελφοί μας έμειναν χωρίς δουλειά. Κάποιοι είναι αναγκασμένοι να φύγουν από τη χώρα. Από τον άνθρωπο αρπάζουν τον συνηθισμένο του τρόπο ζωής για άγνωστο διάστημα. Και ίσως και για πάντα. Αυτό έχει ξανασυμβεί στην ιστορία μας. Τον επόμενο χρόνο συμπληρώνονται 100 χρόνια απ’ όταν στις 29 Σεπτεμβρίου από την Αγία Πετρούπολη έφυγε για τη Γερμανία, για το λιμάνι του Στσέτσιν, το «Πλοίο των Φιλοσόφων». Άλλο ένα δρομολόγιο, στο οποίο οι Μπολσεβίκοι έδιωξαν από τη Ρωσία 300 επιφανείς εκπροσώπους της πνευματικής ελίτ. Με το πλοίο «Oberbürgermeister Haken» έδιωξαν σε εξορία το μελλοντικό εφευρέτη του ελικοπτέρου – Σικόρσκι, τον δημιουργό της τηλεόρασης – Σβαρίκιν, τον φιλόσοφο Φρανκ, τον Ιλιίν, τον Πιτιρίμ Σορόκιν. Και ο τεράστιος διανοητής Νικολάι Μπερντιάγιεφ ήταν επίσης εκεί. Όπως και σε όλους τους άλλους, του επέτρεψαν να πάρει μαζί του πιτζάμα, δύο πουκάμισα, δύο ζευγάρια κάλτσες και χειμωνιάτικο παλτό. Έτσι η πατρίδα αποχαιρέτησε τους μέγιστους πολίτες της. «Αφήστε τα πράγματα – τα μυαλά πάρτε τα μαζί σας».
Με τους δημοσιογράφους και τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αυτή η ιστορία επαναλαμβάνεται. Αλλά τώρα αντί για το «Πλοίο των Φιλοσόφων» φεύγει το «Αεροπλάνο των Δημοσιογράφων». Μιλάω σχηματικά βέβαια, αλλά δεκάδες εκπρόσωποι του επαγγέλματός μας αφήνουν τη Ρωσία. Και σε κάποιους στέρησαν και αυτή τη δυνατότητα. Τους Αρχάν Τζεμάλ, Κιρίλ Ράντσενκο, Αλεξάντρ Ροσταργούγιεφ – Ρώσους δημοσιογράφους, τους εκτέλεσαν ανελέητα στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία όπου είχαν έρθει για να ερευνήσουν τη δραστηριότητα μιας εκ των ρωσικών ιδιωτικών στρατιωτικών εταιριών. Η χήρα του Αρχάν, Ίρα Γκορντιένκο, εργάζεται σε μας, στη «Νόβαγια Γκαζέτα». Από τη στιγμή της δολοφονίας, στις 30 Ιουνίου 2018, αποκαλύπτει τα ψέματα της επίσημης έρευνας. Ορίστε μόνο μια λεπτομέρεια: Ανεκτίμητες αποδείξεις, τα ρούχα των νεκρών, απλώς τα έκαψαν οι αστυνομικοί της Κεντρικής Αφρικανικής Δημοκρατίας. Κανένα αποτέλεσμα δεν έφερε και η (επίσημη) ρωσική έρευνα. Και η διεθνής επίσης. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουντέρες υποσχέθηκε να συμβάλλει στις έρευνες. Μάλλον το ξέχασε αυτό. Του το θυμίζω.
Μπορούν βεβαίως να με ρωτήσουν «και γιατί οι συνάδελφοί σας πήγαν εκεί πέρα;» Προκειμένου να έχουν τη μαρτυρία. Προκειμένου να αποδείξουν. Προκειμένου να δουν προσωπικά. Επειδή -όπως είπε ο μεγάλος πολεμικός φωτογράφος Ρόμπερτ Κάππα- «Εάν δεν σ’αρέσει η φωτογραφία που τράβηξες σημαίνει ότι δεν βρισκόσουν αρκετά κοντά». Δεν φοβάστε; – είναι η πιο συχνή ερώτηση προς τους συναδέλφους μου. Αυτή είναι η αποστολή τους. Όταν η κυβέρνηση όλη την ώρα «βελτιώνει το παρελθόν», οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να βελτιώσουν το μέλλον. Για αυτό, αυτό το βραβείο είναι (σ.τ.μτφρ.: αφιερωμένο) σε όλη την πραγματική δημοσιογραφία. Αυτό το βραβείο είναι των σκοτωμένων μου συναδέλφων και φίλων από τη «Νόβαγια Γκαζέτα». Του Ίγκορ Ντόμνικοβ, του Γιούρι Τσιχιτσίχιν, της Άννα Πολιτκόφσκαγια, της Νάστια Μπαμπούροβα, του Στάς Μαρκέλοβ, της Νατάσα Εστεμίροβα. Είναι και το βραβείο των ζωντανών μου συναδέλφων, της κοινότητας που συνεχίζει να εκτελεί το επαγγελματικό της καθήκον.
Μια ημέρα πριν ανακοινώσουν για αυτό το βραβείο τιμήσαμε τα 15 χρόνια από την ημέρα δολοφονίας της Άννα Πολιτκόφσκαγια. Οι δολοφόνοι καταδικάστηκαν με δίκαιες ποινές. Αλλά ο εντολοδόχος του εγκλήματος δεν βρέθηκε. Αλλά η διορία (για τη δικαστική διερεύνηση) σταμάτησε. Δηλώνω επίσημα ότι η σύνταξη της «Νόβαγια Γκαζέτα» δεν αναγνωρίζει αυτή τη διορία.
Στα ρωσικά και στα αγγλικά και σε άλλες γλώσσες υπάρχει μια παροιμία: «Το σκυλί γαβγίζει αλλά το καραβάνι προχωράει» – «The dogs bark but the caravan goes on». Την ερμηνεύουν ως εξής: «Τίποτα δεν θα εμποδίσει την κίνηση του καραβανιού προς τα εμπρός». Ενίοτε η εξουσία έτσι απαξιωτικά εκφράζεται για τους δημοσιογράφους. Ότι αυτοί «γαβγίζουν» αλλά δεν επηρεάζουν τίποτα. Πρόσφατα έμαθα ότι η σημασία της παροιμίας έχει την αντίθετη σημασία: «Το καραβάνι προχωράει επειδή τα σκυλιά γαυγίζουν». Γρυλίζουν και επιτίθενται στα αρπακτικά, μέσα στα βουνά και τις ερήμους και η κίνηση προς τα εμπρός είναι δυνατή μόνον όταν αυτά συνοδεύουν το καραβάνι. Ναι, γριλλίζουμε και δαγκώνουμε, έχουμε δόντια και δάγκωμα, αλλά εμείς είμαστε η προϋπόθεση της κίνησης. Εμείς είμαστε το αντίδοτο της τυραννίας.
Θα ήθελα να εξοικονομήσω χρόνο, δεν ξέρω αν τα κατάφερα, αλλά σας ζητώ να σηκωθείτε και να τιμήσετε με ενός λεπτού σιγή τους δικούς μας – με τη Μαρία (Ρέσσα)- συναδέλφους ρεπόρτερ, οι οποίοι έδωσαν τη ζωή τους για αυτό το επάγγελμα. Και να στηρίξουμε εκείνους που διώκονται. Θέλω οι δημοσιογράφοι να πεθαίνουν γέροι.
Σας ευχαριστώ πολύ
[μετάφραση: Κώστας Ονισένκο]